Ωοθηκικό απόθεμα: Πόσα ωάρια έχω στην ωοθήκη μου;

Ένας από τους πιο συχνούς προβληματισμούς στο πλαίσιο της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και γενικότερα κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής μίας γυναίκας είναι το πόσα ωάρια υπάρχουν στις ωοθήκες.

Πράγματι η πληροφορία αυτή είναι σημαντική, τόσο για τον κατάλληλο σχεδιασμό ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης, όσο και για την αξιολόγηση του αναπαραγωγικού δυναμικού μίας γυναίκας με σκοπό την ενημέρωσή της για τον κατάλληλο σχεδιασμό του οικογενειακού της προγραμματισμού.

Ο ειδικός σε θέματα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής Μαιευτήρας-Γυναικολόγος Δρ. Κωνσταντίνος Δημητρόπουλος δίνει απαντήσεις στα πιο βασικά ερωτήματα που αφορούν τους μηχανισμούς της φυσιολογίας του σώματος που ρυθμίζουν το ωοθηκικό απόθεμα, τις διαθέσιμες μεθόδους αξιολόγησης του ωοθηκικού αποθέματος, αλλά και τις δυνατότητες οικογενειακού προγραμματισμού ανάλογα με τις πληροφορίες που έχουμε στα χέρια μας αναφορικά με το ωοθηκικό απόθεμα.

Πότε σχηματίζονται τα ωάρια;

Τα ωάρια σχηματίζονται όταν η γυναίκα είναι ακόμα έμβρυο. Κατά την γέννηση ο αριθμός των ωαρίων στις ωοθήκες είναι περίπου 1 εκατομμύριο. Τα ωάρια αυτά βρίσκονται σε μία ανώριμη κατάσταση, σε ειδικούς σχηματισμούς των ωοθηκών που ονομάζονται ωοθυλάκια. Στην εφηβεία και όταν έρχεται η πρώτη περίοδος ο αριθμός των ωαρίων έχει μειωθεί και είναι περίπου 300.000 με 400.000.

Πότε αρχίζει ο αριθμός των διαθέσιμων ωαρίων να μειώνεται;

Από την στιγμή που θα έρθει η πρώτη περίοδος, κατά μέσο όρο στην ηλικία των 12 ετών και κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής μίας γυναίκας, το απόθεμα των ωαρίων σταδιακά μειώνεται. Τελικά το απόθεμα εξαντλείται και έρχεται η εμμηνόπαυση κατά μέσο όρο στα 50 έτη.

Ωοθηκικό απόθεμα

Πόσα ωάρια “χάνονται” σε κάθε έμμηνο κύκλο;

Σε κάθε έμμηνο κύκλο ένας αριθμός ωοθυλακίων με τα ωάρια που περιέχουν επιστρατεύονται και αρχίζουν να αναπτύσσονται. Ωστόσο, μόνο ένα με δύο ωάρια σε κάθε κύκλο επιλέγονται να ωριμάσουν μέχρι το τελικό στάδιο και απελευθερώνονται από τις ωοθήκες κατά την ωορρηξία. Αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες τα ωάρια αυτά μπορούν να γονιμοποιηθούν και έτσι να προκύψει εγκυμοσύνη. Τα υπόλοιπα που επιστρατεύτηκαν στην αρχή του κύκλου “χάνονται” μέσω μίας περίπλοκης διεργασίας που ονομάζεται “ατρησία”.
Έτσι, από το απόθεμα των 300.000 με 400.000 ωαρίων που έχει μία γυναίκα διαθέσιμο στις ωοθήκες της στην εφηβεία, μόνο 300 με 400 ωάρια θα φτάσουν έως την ωορρηξία κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής.

Ο ρυθμός μείωσης του αποθέματος των ωαρίων παραμένει σταθερός κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής μίας γυναίκας;

Ο ρυθμός μείωσης του αποθέματος δεν παραμένει σταθερός κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής μίας γυναίκας και επηρεάζεται σημαντικά από την ηλικία.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε πως το απόθεμα είναι περίπου 150.000 ωάρια στα 18-24 έτη, 60.000 ωάρια στα 25 – 35 έτη, ενώ μειώνεται απότομα μετά τα 40 έτη, όπου ο αριθμός τους είναι περίπου 9.000. Από τα 45 έως και τα 50 έτη, όπου συνήθως έρχεται η εμμηνόπαυση, ο αριθμός του αποθέματος των ωαρίων είναι μικρότερος από 6.000. Είναι πλέον αποδεδειγμένο πως όταν έρχεται η εμμηνόπαυση μία γυναίκα έχει ακόμα ένα μικρό αριθμό ωαρίων στις ωοθήκες της, τα οποία όμως δεν μπορούν να επιστρατευτούν, λόγω της γήρανσης των ωοθηκών, οπότε εμφανίζεται η εμμηνόπαυση.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο ρυθμός μείωσης του ωοθηκικού αποθέματος ποικίλει σημαντικά από άτομο σε άτομο και αυτό γιατί πολλοί άλλοι παράγοντες παίζουν ρόλο στην μείωση του αποθέματος εκτός από την ηλικία. Σε αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται το γενετικό υπόβαθρο και η κληρονομικότητα του ατόμου, το περιβάλλον ανάπτυξης και διαβίωσή του, η πιθανή έκθεσή του σε τοξικούς παράγοντες, το ιατρικό του ιστορικό και ο τρόπος ζωής.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο ρυθμός μείωσης του ωοθηκικού αποθέματος ποικίλει σημαντικά από άτομο σε άτομο και αυτό γιατί πολλοί άλλοι παράγοντες παίζουν ρόλο στην μείωση του αποθέματος εκτός από την ηλικία. Σε αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται το γενετικό υπόβαθρο και η κληρονομικότητα του ατόμου, το περιβάλλον ανάπτυξης και διαβίωσή του, η πιθανή έκθεσή του σε τοξικούς παράγοντες, το ιατρικό του ιστορικό και ο τρόπος ζωής.

Έχει ο οργανισμός τη δυνατότητα να παράγει νέα ωάρια;

Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής δεν παράγονται νέα ωάρια. Η παραγωγή τους πραγματοποιείται κατά την εμβρυϊκή ζωή και έτσι μία γυναίκα χρησιμοποιεί τα ωάρια που έχει διαθέσιμα από την γέννησή της έως την έλευση της εμμηνόπαυσης.

Μπορεί με ακρίβεια να υπολογιστεί ο απόλυτος αριθμός των ωαρίων που υπάρχουν διαθέσιμα στις ωοθήκες σε μία δεδομένη χρονική στιγμή;

Έως σήμερα δεν έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι με τις οποίες να μπορούμε με ακρίβεια να υπολογίσουμε τον απόλυτο αριθμό των διαθέσιμων ωαρίων στις ωοθήκες σε μία δεδομένη χρονική στιγμή.

Ωστόσο, έχουμε διαθέσιμους πολύ αξιόπιστους ορμονικούς και υπερηχογραφικούς δείκτες, με βάση τους οποίους μπορούμε να αξιολογήσουμε με πολύ μεγάλη αποτελεσματικότητα το ωοθηκικό απόθεμα, δηλαδή να ελέγξουμε κατά προσέγγιση των αριθμό των διαθέσιμων ωαρίων στις ωοθήκες.

Ωοθηκικό απόθεμα

Ποιες είναι οι μέθοδοι αξιολόγησης του ωοθηκικού αποθέματος;

Η αξιολόγηση του ωοθηκικού αποθέματος περιλαμβάνει μία σειρά πολύ απλών εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται αιματολογικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό των επιπέδων συγκεκριμένων ορμονών στο αίμα και γυναικολογικοί υπέρηχοι για τον προσδιορισμό του αριθμού των ωοθυλακίων στις ωοθήκες.
Ορισμένες από αυτές τις εξετάσεις πρέπει να πραγματοποιούνται συγκεκριμένες ημέρες του κύκλου, ώστε τα αποτελέσματά τους να είναι αξιόπιστα και για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να ακολουθούνται πιστά οι οδηγίες του ιατρού, ο οποίος θα πραγματοποιήσει τον έλεγχο του ωοθηκικού αποθέματος.

Πιο αναλυτικά, ο έλεγχος του ωοθηκικού αποθέματος περιλαμβάνει:

  • Αντιμυλλέριος ορμόνη (ΑΜΗ):Η αντιμυλλέριος ορμόνη (ΑΜΗ) είναι μία πρωτεΐνη που έχει πάρα πολύ σημαντικές ιδιότητες για τη λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος. Στην εμβρυϊκή ζωή παίζει σημαντικό ρόλο για τη διαφοροποίηση των αναπαραγωγικών οργάνων ανάλογα με το εάν το έμβρυο είναι άρρεν ή θήλυ φύλου. Στην ενήλικη γυναίκα η ΑΜΗ παράγεται από εξειδικευμένα κύτταρα των μικρών ανώριμων ωοθυλακίων, τα οποία ονομάζονται κοκκιώδη κύτταρα. Επομένως, τα επίπεδά της στο αίμα είναι ευθέως ανάλογα με το απόθεμα των ωοθυλακίων και άρα με το απόθεμα των ωαρίων που υπάρχει στις ωοθήκες και για αυτό τον λόγο αποτελεί και έναν από τους πιο αξιόπιστους δείκτες για τον προσδιορισμό του ωοθηκικού αποθέματος.Τα επίπεδα της ορμόνης αυτής μειώνονται σταδιακά με την πρόοδο της αναπαραγωγικής ηλικίας, καθώς μειώνεται το ωοθηκικό απόθεμα. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς τιμές της ΑΜΗ ανάλογα με την ηλικιακή κατανομή, ενδεικτικά αναφέρεται πως κατά μέσο όρο τα επίπεδα της ΑΜΗ είναι 3.0 ng/ml στα 25 έτη, 2.5 ng/ml στα 30 έτη, 1.5 ng/ml στα 35 έτη και < 1.1 ng/ml μετά τα 40 έτη.Γενικότερα επίπεδα ΑΜΗ πάνω από 1.1 ng/ml δείχνουν ικανοποιητικό ωοθηκικό απόθεμα, ενώ χαμηλότερα επίπεδα δείχνουν πτωχό απόθεμα και ως εκ τούτου μειωμένο αριθμό διαθέσιμων ωαρίων. Επίσης, επίπεδα ΑΜΗ πάνω από 3.0 ng/ml ίσως είναι ενδεικτικά κάποιας δυσλειτουργίας των ωοθηκών, με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Σύνδρομο των Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS).Επειδή η ΑΜΗ παράγεται από τα μικρά ανώριμα ωοθυλάκια, τα επίπεδά της στο αίμα είναι σταθερά κατά τη διάρκεια του κύκλου, οπότε η μέτρησή τους μπορεί να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε ημέρα του κύκλου χωρίς κάποιο ειδικό περιορισμό.
    Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως τα επίπεδα της ΑΜΗ αποτελούν έναν πολύ αξιόπιστο δείκτη του ωοθηκικού αποθέματος, χωρίς ωστόσο να αποτελούν δείκτη της ποιότητας των ωαρίων. Έτσι, δεν πρέπει να θεωρούμε πως τα επίπεδα της ΑΜΗ μπορούν να προβλέψουν την πιθανότητα φυσικής σύλληψης, ούτε μπορούν να προβλέψουν την επιτυχία ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης.Γνωρίζοντας όμως τα επίπεδα της ΑΜΗ μπορούμε να έχουμε μία καλή εικόνα του αποθέματος των ωοθηκών σε ωάρια και αυτή η γνώση είναι σημαντική τόσο για τον σχεδιασμό ενός καλού οικογενειακού προγραμματισμού, όσο και για τον σχεδιασμό του κατάλληλου πρωτοκόλλου διαχείρισης της υπογονιμότητας, αν και εφόσον χρειαστεί εξωσωματική γονιμοποίηση.
  • Γοναδοτροπίνες(FSH, LH):Οι γοναδοτροπίνες (FSH, LH) είναι δύο πολύ σημαντικές ορμόνες που εκκρίνονται από μία περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται υπόφυση. Οι γοναδοτροπίνες είναι εξαιρετικά σημαντικές γιατί είναι οι ορμόνες που ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό την λειτουργία των ωοθηκών. Αν και τα επίπεδά τους στο αίμα δεν σχετίζονται άμεσα με το ωοθηκικό απόθεμα, από την μέτρησή τους μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες για τη συνολική λειτουργία και τη δυναμική των ωοθηκών, κάτι που είναι χρήσιμο τόσο στο να εντοπιστεί ένα πιθανό αίτιο υπογονιμότητας, όσο και στο να σχεδιαστεί ο κατάλληλος κύκλος εξωσωματικής γονιμοποίησης.Γενικότερα, αυξημένα επίπεδα γοναδοτροπινών πάνω από 12 – 15 mIU/ml υποδηλώνουν δυσλειτουργία των ωοθηκών, κάτι που ίσως να σχετίζεται με μειωμένο ωοθηκικό απόθεμα, ενώ τα μειωμένα επίπεδα των γοναδοτροπινών ίσως υποδηλώνουν κάποια βλάβη στο κεντρικό σύστημα ελέγχου της λειτουργίας των ωοθηκών και όχι στις ωοθήκες αυτές καθ’ αυτές.Τα επίπεδα των γοναδοτροπινών αυξάνονται σημαντικά μετά τα 40 έτη και σε καταστάσεις που ίσως συνηγορούν στην εκδήλωση πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας. Ωστόσο, τα επίπεδα των γοναδοτροπινών δεν πρέπει ποτέ να αξιολογούνται μόνα τους, αλλά πάντα σε συνδυασμό με τους άλλους δείκτες του ωοθηκικού αποθέματος και πάντα σε συνδυασμό με τα στοιχεία του ιατρικού ιστορικού.Για να είναι η μέτρηση των γοναδοτροπινών αξιόπιστη, αυτή πρέπει να πραγματοποιείται τη 2η με 3η ημέρα του κύκλου. Ως πρώτη ημέρα του κύκλου θεωρείται η αρχή της εμμηνορρυσίας, δηλαδή η πρώτη ημέρα που εμφανίζεται η καταμήνια κολπική αιμορραγία.
  • Οιστραδιόλη:Η οιστραδιόλη είναι η κυρίαρχη ορμόνη που εκκρίνεται από τις ωοθήκες στη πρώτη φάση του κύκλου ως απόκριση στη δράση των γοναδοτροπινών.Είναι μία ορμόνη τα επίπεδα της οποίας είναι ενδεικτικά της καλής λειτουργίας των ωοθηκών. Όπως και οι γοναδοτροπίνες και σε αντίθεση με την ΑΜΗ, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα ως αξιόπιστος δείκτης του ωοθηκικού αποθέματος, αλλά μπορεί να μας δώσει σημαντικές πληροφορίες για το εάν οι ωοθήκες υπολειτουργούν, κάτι που συχνά συνδέεται με μειωμένο ωοθηκικό απόθεμα.Τα επίπεδα της οιστραδιόλης πρέπει πάντα να αξιολογούνται σε συνδυασμό με τα επίπεδα των γοναδοτροπινών και σε συνδυασμό με τους άλλους δείκτες του ωοθηκικού αποθέματος, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.Όπως και στη περίπτωση των γοναδοτροπινών η μέτρηση της οιστραδιόλης πρέπει να πραγματοποιείται τη 2η με 3η ημέρα του κύκλου.
  • Αριθμός ωοθυλακίων στο επίπεδο του άντρου (antral follicle count, AFC):Μαζί με την ΑΜΗ, η αξιολόγηση του αριθμού των ωοθυλακίων στο επίπεδο του άντρου (AFC) αποτελούν τους πιο αξιόπιστους δείκτες του ωοθηκικού αποθέματος. Η μέτρηση του AFC είναι απλή και πραγματοποιείται με κολπικό υπερηχογράφημα την 2η με 3η ημέρα του κύκλου.Στην φάση αυτή γίνεται καταμέτρηση του αριθμού των αναπτυσσόμενων ωοθυλακίων που έχουν επιστρατευτεί στις ωοθήκες στον κύκλο αυτό. Ο αριθμός των ωοθυλακίων είναι ενδεικτικός της δυναμικής των ωοθηκών και άρα του ωοθηκικού αποθέματος.Όταν ο δείκτης AFC είναι μεγαλύτερος του 5 με 7, τότε θεωρείται πως το ωοθηκικό απόθεμα είναι ικανοποιητικό. Όταν ο δείκτης είναι μικρότερος από το εύρος αυτό, τότε αυτό δείχνει πτωχό ωοθηκικό απόθεμα. Όταν ο δείκτης είναι πάνω από 20 τότε αυτό δείχνει πολυκυστική μορφολογία των ωοθηκών. Ο δείκτης AFC πρέπει πάντα να συνεκτιμάται με τα επίπεδα της ΑΜΗ και με την ηλικία, γιατί ο συνδυασμός αυτός αποτελεί τον πιο ακριβή προσδιορισμό του ωοθηκικού αποθέματος.

 

Σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να αξιολογείται το ωοθηκικό απόθεμα;

  • Διερεύνηση υπογονιμότητας και εξωσωματική γονιμοποίηση:Η αξιολόγηση του ωοθηκικού αποθέματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βασικής διερεύνησης της υπογονιμότητας και πραγματοποιείται πάντα πριν την έναρξη ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης.Ο λόγος είναι πως η αξιολόγηση του ωοθηκικού αποθέματος μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες τόσο για τον εντοπισμό του αιτίου που προκαλεί την υπογονιμότητα, όσο και για τον εξατομικευμένο σχεδιασμό του πιο αποτελεσματικού πρωτοκόλλου εξωσωματικής γονιμοποίησης με βάση τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε περιστατικού.Η αξιολόγηση του ωοθηκικού αποθέματος χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη της απάντησης των ωοθηκών στα πρωτόκολλα διέγερσης που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της εξωσωματικής γονιμοποίησης με σκοπό τη συλλογή πολλών ωαρίων. Για τον λόγο αυτό το ωοθηκικό απόθεμα αποτελεί το πιο σημαντικό κριτήριο για την επιλογή του κατάλληλου πρωτοκόλλου διέγερσης, μεταξύ μίας ποικιλίας διαθέσιμων πρωτοκόλλων, όπως είναι τα συμβατικά πρωτόκολλα πλήρους δόσης γοναδοτροπινών, τα ήπια πρωτόκολλα διέγερσης και τα πρωτόκολλα των τροποποιημένων φυσικών και των καθαρά φυσικών κύκλων.Επίσης, ιδιαίτερα σημαντική είναι η εκτίμηση του ωοθηκικού αποθέματος για την επιλογή ενναλακτικών μεθόδων εξωσωματικής γονιμοποίησης, όπως είναι η χρήση ωαρίων δότριας, σε περιστατικά με εξαιρετικά μειωμένο ωοθηκικό απόθεμα, όπου η λήψη ωαρίων είναι αμφίβολη, όπως συμβαίνει σε γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας και ιδίως μετά τα 45 έτη ή σε περιστατικά που εμφανίζεται πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, δηλαδή απώλεια της λειτουργικότητας των ωοθηκών και πρόωρη εμμηνόπαυση πριν τα 40 έτη.
  •  Προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία:Μετά τα 30 και ειδικά μετά τα 35 έτη είναι πολύ σημαντικό μαζί με τον τυπικό γυναικολογικό έλεγχο να πραγματοποιείται και αξιολόγηση του ωοθηκικού αποθέματος, ακόμα και εάν δεν υπάρχει υπογονιμότητα. Ο λόγος είναι πως μέσω του ελέγχου δίνονται σημαντικές πληροφορίες για το αναπαραγωγικό δυναμικό, οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν στον σχεδιασμό του οικογενειακού προγραμματισμού, όπως στην επίσπευση της απόκτησης απογόνων, εάν αυτό είναι επιθυμητό ή στη διατήρηση της γονιμότητας μέσω κρυοσυντήρησης ωαρίων εάν στον οικογενειακό προγραμματισμό περιλαμβάνεται η απόκτηση απογόνων σε μεταγενέστερο χρόνο.
  • Γενετική ή/και κληρονομική προδιάθεση πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας:Υπάρχουν συγκεκριμένες χρωμοσωμικές ανωμαλίες και γενετικά σύνδρομα, όπως είναι το Σύνδρομο Turner και το Σύνδρομο του Εύθραυστου Χ, όπου παρατηρείται συχνά πρόωρη απώλεια της ωοθηκικής λειτουργίας και πρόωρη εμμηνόπαυση πριν την ηλικία των 40 ετών. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται ο τακτικός έλεγχος του ωοθηκικού αποθέματος με σκοπό τη διατήρηση της γονιμότητας μέσω κρυοσυντήρησης ωαρίων. Στο ίδιο πλαίσιο συνιστάται ισχυρά η τακτική παρακολούθηση του ωοθηκικού αποθέματος σε γυναίκες που παρουσιάζουν οικογενειακό ιστορικό πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας, καθώς το φαινόμενο έχει οικογενή χαρακτήρα και μπορεί να κληρονομηθεί από γενιά σε γενιά.
  • Ιστορικό χειρουργικών επεμβάσεων στις ωοθήκες:Οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση στην πυελική κοιλότητα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της ενδομητρίωσης ή όγκων, όπου υπήρξε προσβολή των ωοθηκών μπορεί να προκαλέσει βλάβη στις ωοθήκες, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν το ωοθηκικό απόθεμα.
  • Ιστορικό λήψης χημειοθεραπείας και ακτινοβολίας:Η χημειοθεραπεία και η ακτινοβολία αποτελούν δύο από τις διαδεδομένες μεθόδους θεραπείας διαφόρων τύπων καρκίνων. Ωστόσο, πολλά χημειοθεραπευτικά φάρμακα και η ακτινοβολία στην κοιλιακή χώρα μπορούν να επηρεάσουν την λειτουργία των ωοθηκών και να μειώσουν το ωοθηκικό απόθεμα γιατί είναι τοξικά. Ο βαθμός της βλάβης εξαρτάται από το χημειοθεραπευτικό σχήμα, το είδος του χημειοθεραπευτικού φαρμάκου και τη διάρκεια της αντικαρκινικής θεραπείας.Για τον λόγο αυτό είναι πολύ σημαντικό μετά την αντικαρκινική θεραπεία να γίνεται συστηματικός έλεγχος του ωοθηκικού αποθέματος, ώστε να πραγματοποιηθεί έγκαιρα διατήρηση της γονιμότητας σε περίπτωση που απαιτηθεί. Βέβαια σήμερα, εφόσον το επιτρέπει η κατάσταση της υγείας πραγματοποιείται διατήρηση της γονιμότητας πριν την έναρξη της αντικαρκινικής θεραπείας, ώστε να διασφαλιστεί η γονιμότητα της ασθενούς σε κάθε περίπτωση.
  • Αυτοάνοσα νοσήματα και λοιμώξεις:Σε ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως είναι η νόσος του Addison, η ρευματοειδείς αρθρίτιδα και η θυρεοειδίτιδα μπορεί να επηρεαστεί η λειτουργικότητα των ωοθηκών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη απώλεια του ωοθηκικού αποθέματος και σε ωοθηκική ανεπάρκεια, λόγω της παραγωγής αυτοαντισωμάτων που επιτίθενται και καταστρέφουν σταδιακά τις ωοθήκες. Επίσης, παραγωγή αυτοαντισωμάτων έναντι των ωοθηκών μπορούν να πυροδοτήσουν και ορισμένες λοιμώξεις, όπως είναι η λοίμωξη από τον ιό HIV που προκαλεί το AIDS και η παρωτίτιδα. Για αυτό στις περιπτώσεις αυτές είναι σημαντικό να γίνεται τακτικός έλεγχος του ωοθηκικού αποθέματος
  • Έκθεση σε τοξικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες και τρόπος ζωής:Το περιβάλλον στο οποίο ζει, αναπτύσσεται και εργάζεται μία γυναίκα, καθώς και χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής της μπορούν να επηρεάσουν το ωοθηκικό απόθεμα, επιταχύνοντας την απώλεια των ωαρίων. Παρατεταμένη έκθεση σε χημικές τοξικές ουσίες, φυτοφάρμακα, καπνό τσιγάρου και άλλες τοξίνες σχετίζονται με επιταχυνόμενη απώλεια του ωοθηκικού αποθέματος.

Ωοθηκικό απόθεμα

Μπορεί η διέγερση των ωοθηκών που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εξωσωματικής γονιμοποίησης με σκοπό την πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακιορρηξίας να επιταχύνει τη μείωση του ωοθηκικού αποθέματος;

Αυτό είναι ένα πολύ εύλογο ερώτημα, καθώς σε έναν καταμήνιο κύκλο φτάνουν στην ωορρηξία ένα με δύο μόνο ωάρια, ενώ σε έναν κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης γίνεται φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών με σκοπό την πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακιορρηξίας για την συλλογή 15 με 20 ωαρίων. Οπότε είναι λογικό να υπάρχει προβληματισμός για το εάν αυτά τα επιπλέον ωάρια αφαιρούνται από το ωοθηκικό απόθεμα.

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική, διότι στο πλαίσιο της εξωσωματικής γίνεται “εκμετάλλευση” των ωοθυλακίων, τα οποία σε έναν φυσικό καταμήνιο κύκλο θα χάνονταν λόγω της ατρησίας. Άρα, η διέγερση δεν επηρεάζει σε καμία περίπτωση το ωοθηκικό απόθεμα, απλά υποστηρίζει την ανάπτυξη των πολλών ωοθυλακίων που αρχικά επιστρατεύονται σε έναν καταμήνιο κύκλο και δεν επιτρέπει την απώλειά τους μέσω ατρησίας, όπως θα συνέβαινε εάν δεν χορηγούταν τα φάρμακα διέγερσης των ωοθηκών.

Ο Κωνσταντίνος Δημητρόπουλος είναι Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος, εξειδικευμένος στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση (IVF) και την Ενδοσκοπική Χειρουργική. Επικοινωνήστε μαζί του για να πάρετε απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν την γυναικεία υπογονιμότητα.

ΜΕΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΩΝ