ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ

Το πρώτο υπερηχογράφημα γίνεται στην πρώτη επίσκεψη στον γυναικολόγο. Θα διαπιστωθεί η θέση της εγκυμοσύνης (ενδομήτρια ή εξωμήτρια), καθώς και ο αριθμός των εμβρύων (ένα ή περισσότερα). Επίσης, μετά τις 6 εβδομάδες μπορούμε στοδιακολπικόυπερηχογράφημα να δούμε την καρδιά του εμβρύου που πάλλεται. Σε κάθε επίσκεψη ελέγχεται η υπερηχογραφική ηλικία του εμβρύου, η ανάπτυξή του, η θέση του πλακούντα και η ποσότητα του αμνιακού υγρού.

ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ ΑΥΧΕΝΙΚΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ (11 -14 εβδομάδες κύησης)

Το υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων (μέτρηση αυχενικής διαφάνειας και έλεγχος β-hCG και PAPP-A στο μητρικό αίμα) πρέπει να προτείνεται σε όλες τις έγκυες γυναίκες και αποτελεί την καλύτερη μέθοδο διαλογής πληθυσμού για το σύνδρομο Down.

Βασικοί στόχοι αυτού του υπερηχογραφήματος είναι η εκτίμηση της πιθανότητας χρωμοσωμικής ανωμαλίας και ο έλεγχος της εμβρυϊκής ανατομίας. Εάν σε μία κύηση το υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων είναι η πρώτη υπερηχογραφική εξέταση, γίνεται ταυτόχρονα επιβεβαίωση της ηλικίας κύησης.

Η εκτίμηση της πιθανότητας χρωμοσωμικής ανωμαλίας βασίζεται στο συνδυασμό υπερηχογραφικών και βιοχημικών δεικτών, ώστε να επιτυγχάνεται ευαισθησία τουλάχιστον 85%, με ειδικότητα τουλάχιστον 95% για την ανίχνευση του συνδρόμου Down. Η εκτίμηση της πιθανότητας χρωμοσωμικής ανωμαλίας με αυτή τη μέθοδο προσφέρει τον καλύτερο συνδυασμό ευαισθησίας / ειδικότητας και πρέπει να αποτελεί εξέταση ρουτίνας σε κάθε κύηση.

Η απόφαση για επεμβατικό έλεγχο του καρυότυπου λαμβάνεται με βάση τα αποτελέσματα του υπερηχογραφήματος 11-14 εβδομάδων. Σήμερα είναι δυνατόν να δοθεί σε κάθε μητέρα μία εκτίμηση του ατομικού της κινδύνου για τη συγκεκριμένη κύηση. Αυτό υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της μητέρας, την μέτρηση δύο ορμονών (β-hCG και PAPP-A) στο αίμα της μητέρας και στα παρακάτω υπερηχογραφικά ευρήματα:

Μετά τον παραπάνω αναλυτικό έλεγχο, το 5% των κυήσεων μπορούν να χαρακτηρισθούν ως “αυξημένου κινδύνου χρωμοσωμικών ανωμαλιών” και να συσταθεί περαιτέρω έλεγχος, ενώ η πλειοψηφία των εμβρύων σε ποσοστό 95% θα χαρακτηριστούν “φυσιολογικά”.

Πρέπει όμως να κατανοήσουν οι γονείς, ότι ο μοναδικός τρόπος για να γνωρίζει κανείς με πλήρη βεβαιότητα ότι το έμβρυο δεν έχει χρωμοσωμική ανωμαλία είναι ο επεμβατικός έλεγχος (με χρήση βελόνας), όπως η εξέταση τροφοβλάστης (CVS) ή αμνιοπαρακέντησης. Συγχρόνως όμως, να λάβουν υπόψη ότι τα επεμβατικά τεστ έχουν κίνδυνο αποβολής που κυμαίνεται από 0,5% έως 1%.

ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ Β’ ΕΠΙΠΕΔΟΥ (20 – 24 εβδομάδες κύησης)

Η εξέταση της ανατομίας του εμβρύου στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, γνωστή και ως εξέταση Β’ επιπέδου, είναι αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες υπερηχογραφικές εξετάσεις στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Οι βασικότεροι στόχοι του υπερηχογραφήματος Β επιπέδου είναιοέλεγχος της ανατομίας του εμβρύου,τηςθέσης του πλακούντα και τηςποσότητας του αμνιακού υγρού. Συμπληρωματικά, μπορεί να εξεταστεί η ροή του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες για την πρόβλεψη προεκλαμψίας και ενδομήτριας καθυστέρησης της ανάπτυξης του εμβρύου, καθώς και το μήκος του τραχήλου της μήτρας για την πρόβλεψη της πιθανότητας πρόωρου τοκετού. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης και εφόσον δεν έχει γίνει εκτίμηση χοριονικότητας από το πρώτο τρίμηνο, η εξέταση Β’ επιπέδου μπορεί να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες (φύλο εμβρύων, θέση πλακούντων). Η χρονολόγηση της κύησης γίνεται στο υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου μόνο εάν δεν υπάρχει προηγούμενο υπερηχογράφημα το οποίο παρέχει ακριβέστερο υπολογισμό.

Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι το 90% των εμβρύων με συγγενείς ανατομικές ανωμαλίες θα γεννηθούν από μητέρες χωρίς παράγοντες κινδύνου, συνεπώς όλες οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να υποβάλλονται στο αναλυτικό υπερηχογράφημα του δευτέρου τριμήνου.

Η εξέταση έχει καθιερωθεί να γίνεται μεταξύ των 20 και 24 εβδομάδων κύησης ώστε το έμβρυο να είναι αρκετά ανεπτυγμένο για να μπορεί να εκτιμηθεί ικανοποιητικά η ανατομία και να διευκολυνθεί ο ταυτόχρονος έλεγχος της ροής του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες και ο έλεγχος του μήκους του τραχήλου της μήτρας.

Η υπερηχογραφική εξέταση δεν μπορεί να διαγνώσει ή να αποκλείσει το σύνολο των ανατομικών ανωμαλιών του εμβρύου. Μία μεγάλη ανασκόπηση που περιέλαβε 36 μελέτες με περίπου 900,000 έμβρυα έδειξε ότι η συνολική ευαισθησία της υπερηχογραφικής εξέτασης Β’ τριμήνου για τη διάγνωση ανατομικών ανωμαλιών του εμβρύου ήταν 40% με ευρεία διακύμανση από 13% έως 80%.

Η μέτρηση των αντιστάσεων στις μητριαίες αρτηρίες ανιχνεύει πληθυσμό υψηλού κινδύνου για υπερτασική νόσο κύησης (προεκλαμψία) και ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης του εμβρύου με πιθανό όφελος την έγκαιρη αναγνώριση της κατάστασης μέσω της συχνότερης παρακολούθησης της ανάπτυξης του εμβρύου και της αρτηριακής πίεσης της μητέρας. Είναι σημαντικό επίσης να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ώστε η έγκυος γυναίκα να είναι ενήμερη για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της υπερηχογραφικής εξέτασης.

ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ – DOPPLER ΚΥΗΣΗΣ (28 – 32 εβδομάδες)

Το υπερηχογράφημα αυτό γίνεται συνήθως από τις 28 μέχρι τις 32 εβδομάδες κύησης. Ο συχνός υπερηχογραφικός έλεγχος είναι απαραίτητος σε κυήσεις που εμφανίζουν επιπλοκές όπως είναι η υπέρτασης κύησης, ο σακχαρώδης διαβήτης και η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης του εμβρύου.

Το υπερηχογράφημα αυτό έχει ως σκοπό να καθορίσει την ανάπτυξη του εμβρύου και συγχρόνως να μελετήσει την αιμάτωση της μήτρας, του πλακούντα και του ίδιου του εμβρύου.

Περιλαμβάνει:

· Μέτρηση του μεγέθους του εμβρύου, στην κεφαλή, την κοιλιά και το μηριαίο οστό και τελική εκτίμηση του βάρους του.

· Μέτρηση της ποσότητας του όγκου του αμνιακού υγρού του εμβρύου, του υγρού δηλαδή που περιβάλλει το έμβρυο.

· Εκτίμηση της θέσης του πλακούντα και της εμφάνισης του.

Δια του έγχρωμου υπερηχογραφήματος Doppler γίνεται εκτίμηση της ροής του αίματος:

Επικοινωνήστε με τον Μαιευτήρα – Χειρουργό Γυναικολόγο Κωνσταντίνο Δημητρόπουλο για να σας ενημερώσει κατάλληλα για τον υπερηχογραφικό έλεγχο κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.

ΜΕΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΩΝ